Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Acquirement
01
απόκτηση, δεξιότητα
an ability or skill that has been developed through training or practice
Παραδείγματα
His acquirement of martial arts skills was evident in his precise movements.
Η απόκτηση δεξιοτήτων πολεμικών τεχνών του ήταν εμφανής στις ακριβείς κινήσεις του.
The acquirement of public speaking abilities transformed her confidence on stage.
Η απόκτηση δεξιοτήτων δημόσιας ομιλίας μεταμόρφωσε την αυτοπεποίθησή της στη σκηνή.
Λεξικό Δέντρο
acquirement
acquire



























