acquitted
acq
ˈək
ακ
ui
ουι
tted
tɪd
τιντ
British pronunciation
/ɐkwˈɪtɪd/

Ορισμός και σημασία του "acquitted"στα αγγλικά

01

αθωωμένος, δηλωμένος αθώος

found to be not guilty of an illegal act in a law court
example
Παραδείγματα
The acquitted woman was overwhelmed with emotions when the jury announced that she was not guilty of the crime.
Η αθωωμένη γυναίκα κατακλύστηκε από συναισθήματα όταν οι ένορκοι ανακοίνωσαν ότι δεν ήταν ένοχη για το έγκλημα.
The acquitted defendant was relieved to finally leave the courtroom after the trial.
Ο αθωωθείς κατηγορούμενος ανακουφίστηκε που τελικά άφησε την αίθουσα του δικαστηρίου μετά τη δίκη.

Λεξικό Δέντρο

acquitted
acquit
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store