LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Acquittal
/ɐkwˈɪtəl/
/əˈkwɪtəɫ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "acquittal"
Acquittal
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
αθώωση
an official judgment in court of law that declares someone not guilty of the crime they were charged with
conviction
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App