Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Acreage
01
έκταση, περιοχή
the total expanse of land, typically measured in square units
Παραδείγματα
The farmhouse sits on a sprawling acreage surrounded by lush green fields and towering trees.
Το αγροτικό σπίτι βρίσκεται σε μια απέραντη έκταση γης, περιτριγυρισμένη από πλούσιες πράσινες πεδιάδες και ψηλά δέντρα.
The family purchased an acreage in the countryside to fulfill their dream of living a rural lifestyle.
Η οικογένεια αγόρασε ένα οικόπεδο στην ύπαιθρο για να πραγματοποιήσει το όνειρό της για μια αγροτική ζωή.
Λεξικό Δέντρο
acreage
acre



























