LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Acquiescence
/ˌækwɪˈɛsəns/
/ˌækwiˈɛsəns/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "acquiescence"
Acquiescence
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
συναίνεση
willingness to accept something or do what others want without question
02
συναίνεση
agreement with a statement or proposal to do something
assent
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App