
Αναζήτηση
acoustically
01
ακουστικά, ηχολογικά
with regard to sound or the study of sound
Example
The recording studio was treated acoustically to minimize sound reflections and achieve optimal recording quality.
Το στούντιο εγγραφής είχε υποβληθεί σε ακουστική, ηχολογική επεξεργασία για να ελαχιστοποιήσει τις ηχητικές αντανάκλασεις και να επιτύχει βέλτιστη ποιότητα εγγραφής.
The room was arranged acoustically to improve the sound distribution during the lecture.
Ο χώρος ήταν διαρρυθμισμένος ηχολογικά για να βελτιωθεί η διανομή του ήχου κατά τη διάρκεια της διάλεξης.
word family
acoust
Noun
acoustic
Noun
acoustical
Adjective
acoustically
Adverb

Συναφή Λέξεις