Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
spiky
01
αγκαθωτός, μυτερός
having points or sharp projections sticking out
Παραδείγματα
The spiky cactus stood tall in the desert, its sharp needles serving as protection against predators.
Ο ακανθώδης κάκτος στεκόταν ψηλά στην έρημο, οι αιχμηρές βελόνες του λειτουργούσαν ως προστασία εναντίον των θηρευτών.
The spiky thorns on the rosebush deterred anyone from reaching for the flowers.
Οι αγκιστρωτές αγκάθες στο θάμνο του τριαντάφυλλου απέτρεπαν τον καθένα από το να πιάσει τα λουλούδια.
1.1
ακανθώδης, αναστηλωμένος
(of hair) sticking upward on the top of the head
Παραδείγματα
He styled his hair in a spiky fashion for a bold, energetic look.
Έχτισε τα μαλλιά του σε αγκιστρωτή μορφή για μια τολμηρή, ενεργητική εμφάνιση.
The spiky hair gave him a rebellious, youthful appearance.
Τα αγκαθωτά μαλλιά του του έδωσαν μια επαναστατική, νεανική εμφάνιση.
02
ευερέθιστος, ευαίσθητος
easily annoyed or quick to react with irritation
Παραδείγματα
He has a spiky personality, often snapping at anyone who challenges him.
Έχει μια αγκαθωτή προσωπικότητα, συχνά εκνευρίζεται με όποιον τον προκαλεί.
After a long day at work, she was feeling spiky and did n’t want to talk.
Μετά από μια μακρά μέρα στη δουλειά, αισθανόταν ευερέθιστη και δεν ήθελε να μιλήσει.
Λεξικό Δέντρο
spiky
spike



























