Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Spikelet
01
σταχυάκι, μικρή αιχμηρή άκρη
a small sharp-pointed tip resembling a spike on a stem or leaf
Λεξικό Δέντρο
spikelet
spike
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σταχυάκι, μικρή αιχμηρή άκρη
Λεξικό Δέντρο