Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
crabby
01
γκρινιάρης, ευερέθιστος
quick to express displeasure or anger
Παραδείγματα
She was feeling crabby all morning after getting very little sleep the night before.
Αισθανόταν οξύθυμη όλο το πρωί μετά από πολύ λίγο ύπνο την προηγούμενη νύχτα.
The crabby customer complained about everything, from the food to the service.
Ο γκρινιάρης πελάτης παραπονέθηκε για τα πάντα, από το φαγητό μέχρι την εξυπηρέτηση.
Λεξικό Δέντρο
crabbiness
crabby
crab



























