Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
scrambled
01
ανακατεμένος, μπερδεμένος
mixed or disrupted in a disordered manner
Παραδείγματα
The scrambled letters on the sign made it difficult to read.
Τα ανακατεμένα γράμματα στην πινακίδα έκαναν δύσκολη την ανάγνωση.
The scrambled documents on the desk indicated a hasty departure.
Τα ανακατεμένα έγγραφα στο γραφείο έδειχναν μια βιαστική αναχώρηση.



























