Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
righteous
01
δίκαιος, ενάρετος
having strong moral integrity and a commitment to doing what is right
Παραδείγματα
She is a righteous leader who always puts fairness first.
Είναι μια δίκαιη ηγέτιδα που βάζει πάντα την δικαιοσύνη πρώτη.
He lived a righteous life guided by honesty and compassion.
Έζησε μια δίκαια ζωή καθοδηγούμενη από την ειλικρίνεια και τη συμπόνια.
02
δίκαιος, ενάρετος
acting in accordance with moral principles, without compromise or wrongdoing
Παραδείγματα
The righteous decision to help the needy resulted in positive change within the community.
Η δίκαιη απόφαση να βοηθήσουμε τους αναξιοπαθούντες οδήγησε σε θετική αλλαγή στην κοινότητα.
The judge 's ruling was considered righteous, bringing justice to the victim.
Η απόφαση του δικαστή θεωρήθηκε δίκαιη, φέρνοντας δικαιοσύνη στο θύμα.
03
φανταστικός, εντυπωσιακός
used to describe something that is fantastic, impressive, or extremely enjoyable
Παραδείγματα
That was a righteous guitar solo — pure magic!
Αυτό ήταν ένα φανταστικό σόλο κιθάρας—καθαρή μαγεία!
We had a righteous time at the concert last night.
Περνάμε υπέροχα στη συναυλία χθες το βράδυ.
Λεξικό Δέντρο
righteously
righteousness
unrighteous
righteous



























