Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rightfully
01
δικαίως, νόμιμα
in a way that someone has a valid claim to something
Παραδείγματα
She is rightfully proud of the work she has accomplished.
Είναι δικαίως περήφανη για τη δουλειά που έχει καταφέρει.
The land belongs rightfully to the indigenous community that has lived there for centuries.
Η γη ανήκει δικαίως στην ιθαγενή κοινότητα που ζει εκεί εδώ και αιώνες.
Λεξικό Δέντρο
rightfully
rightful
right



























