Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
righteously
01
δίκαια, ενάρετα
in accordance with ethical standards or virtue
Παραδείγματα
They always tried to live righteously, even when no one was watching.
Προσπάθησαν πάντα να ζούν δίκαια, ακόμα και όταν κανείς δεν παρακολουθούσε.
She righteously defended the poor and vulnerable in her community.
Αυτή δίκαια υπερασπίστηκε τους φτωχούς και τους ευάλωτους στην κοινότητά της.
02
δίκαια, με δικαιοσύνη
in a manner that expresses strong confidence in one's moral correctness
Παραδείγματα
She righteously insisted that she had done nothing wrong.
Εκείνη δίκαια επέμενε ότι δεν είχε κάνει τίποτα λάθος.
He righteously stormed out of the meeting when his idea was dismissed.
Δικαίως βγήκε θυμωμένος από τη συνάντηση όταν η ιδέα του απορρίφθηκε.
Λεξικό Δέντρο
unrighteously
righteously
righteous



























