Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rightful
01
νόμιμος, δικαιούχος
authorized according to the law
Παραδείγματα
The rightful owner reclaimed their property through legal proceedings.
Ο νόμιμος ιδιοκτήτης διεκδίκησε την περιουσία του μέσω νομικών διαδικασιών.
He inherited the business as the rightful heir according to the will.
Κληρονόμησε την επιχείρηση ως νόμιμος κληρονόμος σύμφωνα με τη διαθήκη.
02
νόμιμος
having a legally established claim
Λεξικό Δέντρο
rightfully
rightfulness
rightful
right



























