Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Righteousness
01
ορθότητα, δικαιοσύνη
the quality or state of being morally upright, virtuous, or just
Παραδείγματα
His righteousness guided him to always stand up for what he believed to be right, even in the face of opposition.
Η εντιμότητά του τον οδηγούσε να υπερασπίζεται πάντα αυτό που πίστευε σωστό, ακόμα και αντιμέτωπος με την αντίθεση.
The righteousness of her actions was evident in her unwavering commitment to helping those in need.
Η δικαιοσύνη των πράξεών της ήταν εμφανής στην ακλόνητη δέσμευσή της να βοηθάει όσους έχουν ανάγκη.
Λεξικό Δέντρο
unrighteousness
righteousness
righteous



























