Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rigidly
01
άκαμπτα, αυστηρά
in a manner that is firm, inflexible, or resistant to change
Παραδείγματα
The structure of the building was designed rigidly to withstand earthquakes.
Η δομή του κτιρίου σχεδιάστηκε άκαμπτα για να αντέχει σε σεισμούς.
The metal rod was rigidly fixed in place, preventing any movement.
Το μεταλλικό ράβδο ήταν άκαμπτα στερεωμένο στη θέση του, αποτρέποντας οποιαδήποτε κίνηση.
02
άκαμπτα, αυστηρά
in a manner that lacks adaptability and is absolute
Παραδείγματα
The rules were enforced rigidly to maintain order in the classroom.
Οι κανόνες εφαρμόστηκαν άκαμπτα για να διατηρηθεί η τάξη στην τάξη.
The schedule was followed rigidly, with no deviations allowed.
Το πρόγραμμα ακολουθήθηκε άκαμπτα, χωρίς να επιτρέπονται αποκλίσεις.
Λεξικό Δέντρο
rigidly
rigid



























