Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to rile
01
ενοχλώ, ερεθίζω
to disturb or annoy someone, especially through minor irritations
Transitive: to rile sb
Παραδείγματα
The repetitive noise from the construction site riled the residents.
Ο επαναλαμβανόμενος θόρυβος από το εργοτάξιο ενοχλούσε τους κατοίκους.
Her habit of arriving late to meetings riled her coworkers.
Η συνήθειά της να αργεί στις συναντήσεις ενοχλούσε τους συναδέλφους της.
02
ταράζω, θολώνω
to stir up water, making it rough, choppy, or cloudy
Transitive: to rile water
Παραδείγματα
The boat ’s motor riled the calm water, creating waves behind it.
Ο κινητήρας του σκάφους τάραξε το ήρεμο νερό, δημιουργώντας κύματα πίσω του.
The storm began to rile the sea, making it dangerous for the fishermen.
Η καταιγίδα άρχισε να ταράζει τη θάλασσα, κάνοντάς την επικίνδυνη για τους ψαράδες.



























