rigmarole
rig
ˈrɪg
ριγκ
ma
μα
role
ˌroʊl
ρουλ
British pronunciation
/ɹˈɪɡməɹˌə‌ʊl/
rigamarole

Ορισμός και σημασία του "rigmarole"στα αγγλικά

01

γραφειοκρατική διαδικασία, μακροχρόνια και κουραστική διαδικασία

a lengthy, tedious, and complicated procedure or set of instructions, often considered unnecessary
example
Παραδείγματα
The bureaucratic rigmarole involved in obtaining a simple permit frustrated many small business owners.
Η γραφειοκρατική διαδικασία που συνεπάγεται για την απόκτηση μιας απλής άδειας απογοήτευσε πολλούς μικροεπιχειρηματίες.
The rigmarole of filling out paperwork and waiting in long lines at the DMV tested the patience of even the most composed individuals.
Η περιπέτεια της συμπλήρωσης εγγράφων και της αναμονής σε μεγάλες ουρές στο DMV δοκίμασε την υπομονή ακόμη και των πιο ψύχραιμων ατόμων.
02

ασυναρτησίες, ανοησίες

a set of confused and meaningless statements
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store