Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reposeful
01
χαλαρωτικό, ηρεμιστικό
inducing a sense of calm and tranquility
Παραδείγματα
The reposeful sound of the rain outside helped him fall into a deep sleep.
Ο ηρεμιστικός ήχος της βροχής έξω τον βοήθησε να πέσει σε βαθύ ύπνο.
A reposeful atmosphere filled the spa, making every visitor feel completely at ease.
Μια ηρεμητική ατμόσφαιρα γέμιζε το σπα, κάνοντας κάθε επισκέπτη να αισθάνεται εντελώς άνετα.
Λεξικό Δέντρο
reposeful
repose



























