Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
relaxing
01
χαλαρωτικό, ηρεμιστικό
helping our body or mind rest
Παραδείγματα
Spending the afternoon by the peaceful lake was relaxing, allowing her to unwind and recharge.
Το πέρασμα του απογεύματος δίπλα στη γαλήνια λίμνη ήταν χαλαρωτικό, επιτρέποντάς της να χαλαρώσει και να επαναφορτιστεί.
Reading a book in a cozy armchair can be a relaxing way to unwind before bed.
Το να διαβάζεις ένα βιβλίο σε μια άνετη πολυθρόνα μπορεί να είναι ένας χαλαρωτικός τρόπος να ξεκουραστείς πριν από τον ύπνο.
Λεξικό Δέντρο
relaxing
relax



























