LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Assuasive
/ɐswˈeɪsɪv/
/ɐswˈeɪsɪv/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "assuasive"
assuasive
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
freeing from fear and anxiety
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
assuan
assuagement
assuage
assouan
assortment
assume
assumed
assumed name
assuming
assumption
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App