Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
comforting
01
καθησυχαστικός, ανακουφιστικός
providing a sense of ease, comfort, or relief
Παραδείγματα
The warm blanket was comforting on the chilly evening.
Η ζεστή κουβέρτα ήταν καθησυχαστική στο κρύο βράδυ.
A comforting hug from a friend can make a difficult situation more bearable.
Μια καθησυχαστική αγκαλιά από έναν φίλο μπορεί να κάνει μια δύσκολη κατάσταση πιο ανεκτή.
Λεξικό Δέντρο
comfortingly
comforting
comfort



























