Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Comic
01
κωμικός, χιουμορίστας
a professional performer who tells jokes and performs comical acts
02
κόμικ, αστείο περιοδικό
a magazine that tells a story with pictures and words, often funny or adventurous
Dialect
British
Παραδείγματα
He bought a comic at the shop on his way home.
Αγόρασε ένα κόμικ στο μαγαζί στο δρόμο του γυρισμού.
She collects vintage comics from the 1970s.
Συλλέγει βιντεζ κόμικς από τη δεκαετία του 1970.
comic
01
κωμικός, αστείος
connected with or in the style of comedy
Παραδείγματα
She enjoys reading comic books featuring humorous stories and characters.
Απολαμβάνει να διαβάζει κόμικς με χιουμοριστικές ιστορίες και χαρακτήρες.
The play had a comic tone, with witty dialogue and funny situations.
Το έργο είχε ένα κωμικό ύφος, με πνευματώδη διαλόγους και αστείες καταστάσεις.
Παραδείγματα
His comic timing and witty remarks kept the audience entertained throughout the performance.
Ο κωμικός συγχρονισμός του και τα πνευματώδη σχόλιά του διασκέδαζαν το κοινό καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης.
The comedian 's comic routine had the audience roaring with laughter.
Η κωμική ρουτίνα του κωμικού έκανε το κοινό να γελάει δυνατά.
Λεξικό Δέντρο
comical
comic



























