Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
comforted
01
παρηγορημένος, καθησυχασμένος
having recieved reassurance, consolation, or given a sense of support and ease
Παραδείγματα
Nestled under the cozy blanket, the child felt comforted and secure.
Κουρνιασμένο κάτω από τη ζεστή κουβέρτα, το παιδί ένιωθε παρηγορημένο και ασφαλές.
Surrounded by cherished belongings, he felt comforted by the familiarity of his own space.
Περικυκλωμένος από τα αγαπημένα του αντικείμενα, αισθάνθηκε παρηγορημένος από την οικειότητα του δικού του χώρου.
Λεξικό Δέντρο
comforted
comfort



























