Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
assuasive
01
καταπραϋντικός, ηρεμιστικός
having a soothing effect
Παραδείγματα
The assuasive sound of the rain helped him sleep.
Ο καταπραϋντικός ήχος της βροχής τον βοήθησε να κοιμηθεί.
Her assuasive presence made everyone feel at ease.
Η καταπραϋντική της παρουσία έκανε όλους να αισθάνονται άνετα.



























