Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reprehensible
01
κατακριτέος, επιλήψιμος
deserving strong criticism or punishment because it is morally wrong or unacceptable
Παραδείγματα
Lying under oath is a reprehensible act.
Το ψέμα υπό όρκο είναι μια καταδικαστέα πράξη.
The company 's reprehensible treatment of workers sparked protests.
Η καταδικαστέα μεταχείριση των εργαζομένων από την εταιρεία πυροδότησε διαμαρτυρίες.
Λεξικό Δέντρο
reprehensibility
reprehensibly
reprehensible
reprehens



























