LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Reprehensible
/ɹɪpɹɪhˈɛnsəbəl/
/ˌɹɛpɹɪˈhɛnsəbəɫ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "reprehensible"
reprehensible
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
κατακριτέος
bringing or deserving severe rebuke or censure
condemnable
criminal
deplorable
vicious
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App