Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pliable
01
εύκαμπτος, πλαστικός
easily bent, shaped, or manipulated without breaking or cracking
Παραδείγματα
The clay was pliable, allowing the sculptor to mold it into various forms with their hands.
Ο πηλός ήταν εύκαμπτος, επιτρέποντας στον γλύπτη να το διαμορφώσει σε διάφορα σχήματα με τα χέρια του.
Leather becomes pliable when conditioned, making it easier to work with and shape into desired designs.
Το δέρμα γίνεται εύκαμπτο όταν επεξεργάζεται, κάνοντας ευκολότερη την εργασία με αυτό και το σχηματισμό σε επιθυμητά σχέδια.
Παραδείγματα
The pliable employee quickly learned the new software system, impressing her manager with her adaptability.
Ο ευέλικτος υπάλληλος έμαθε γρήγορα το νέο λογισμικό, εντυπωσιάζοντας τον διευθυντή του με την προσαρμοστικότητά του.
His pliable nature made it easy for him to transition between different roles in the organization.
Η ευπλαστική φύση του του έκανε εύκολη τη μετάβαση μεταξύ διαφορετικών ρόλων στον οργανισμό.
03
εύπλαστος, επηρεάσιμος
(of a person) capable of being led and influenced by others
Παραδείγματα
The pliable workers followed their supervisor ’s directions without question, leading to a lack of innovation in the team.
Οι εύπλαστοι εργαζόμενοι ακολούθησαν τις οδηγίες του επόπτη τους χωρίς ερωτήσεις, οδηγώντας σε έλλειψη καινοτομίας στην ομάδα.
In her new role, she realized that being pliable made it easier to fit in with the established company culture.
Στον νέο της ρόλο, συνειδητοποίησε ότι το να είναι εύπλαστη διευκόλυνε τη συμβατότητα με την καθιερωμένη κουλτούρα της εταιρείας.
Λεξικό Δέντρο
pliability
pliable
ply



























