Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
compliant
01
υπάκουος, προσηλωμένος
willingly obeying rules or doing what other people demand
Παραδείγματα
The compliant student always completes assignments on time and follows classroom rules.
Ο υπάκουος μαθητής πάντα ολοκληρώνει τις εργασίες εγκαίρως και ακολουθεί τους κανόνες της τάξης.
The compliant employee adheres to company policies and procedures without question.
Ο υπάκουος εργαζόμενος τηρεί τις πολιτικές και τις διαδικασίες της εταιρείας χωρίς ερώτηση.
Λεξικό Δέντρο
compliant
comply



























