Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Complicity
01
συνενοχή, συμμετοχή σε έγκλημα
the act of participating in a crime or wrongdoing along with another person or group
Παραδείγματα
His involvement in the scheme revealed his complicity in the fraud.
Η εμπλοκή του στο σχέδιο αποκάλυψε τη συνενοχή του στην απάτη.
She faced charges of complicity for aiding her partner in the theft.
Αντιμετώπισε κατηγορίες συνενοχίας για τη βοήθεια που παρείχε στον σύντροφό της στην κλοπή.



























