Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to comply
01
συμμορφώνομαι, υπακούω
to act in accordance with rules, regulations, or requests
Intransitive: to comply | to comply with regulations or requests
Παραδείγματα
Employees are expected to comply with the company's code of conduct.
Αναμένεται ότι οι εργαζόμενοι θα συμμορφώνονται με τον κώδικα δεοντολογίας της εταιρείας.
Drivers must comply with traffic laws to ensure road safety.
Οι οδηγοί πρέπει να συμμορφώνονται με τους κυκλοφοριακούς νόμους για να διασφαλίζουν την ασφάλεια στον δρόμο.
Λεξικό Δέντρο
compliance
compliant
compliment
comply



























