Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
adaptable
01
προσαρμοστικός, ευέλικτος
able to change and adjust to different conditions and circumstances
Παραδείγματα
The adaptable employee quickly learns new tasks and takes on different roles within the company.
Ο προσαρμοστικός εργαζόμενος μαθαίνει γρήγορα νέες εργασίες και αναλαμβάνει διαφορετικούς ρόλους στην εταιρεία.
The adaptable software can be customized to meet the specific needs of different users.
Το προσαρμόσιμο λογισμικό μπορεί να προσαρμοστεί για να καλύψει τις συγκεκριμένες ανάγκες διαφορετικών χρηστών.
Λεξικό Δέντρο
adaptability
unadaptable
adaptable
adapt



























