Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Adaptedness
01
προσαρμοστικότητα, ικανότητα προσαρμογής
the ability or quality of being able to adjust or change to fit different situations or environments
Παραδείγματα
The polar bear 's thick fur shows its adaptedness to cold climates.
Το παχύ τρίχωμα της πολικής αρκούδας δείχνει την προσαρμοστικότητά της σε κρύα κλίματα.
Her adaptedness to new cultures helped her thrive abroad.
Η ικανότητά της να προσαρμόζεται σε νέες κουλτούρες τη βοήθησε να ευδοκιμήσει στο εξωτερικό.
Λεξικό Δέντρο
adaptedness
adapted
adapt



























