Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
adaptive
01
προσαρμοστικός, προσαρμόσιμος
having a capacity for adaptation
Λεξικό Δέντρο
adaptively
nonadaptive
adaptive
adapt
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
προσαρμοστικός, προσαρμόσιμος
Λεξικό Δέντρο