Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
adamantly
01
αποφασιστικά, επιμονά
with strong determination or insistence
Παραδείγματα
She adamantly defended her viewpoint despite disagreement.
Υπερασπίστηκε επιμονά την άποψή της παρά τη διαφωνία.
He adamantly refused to compromise on his principles.
Αρνήθηκε κατηγορηματικά να συμβιβαστεί με τις αρχές του.
Λεξικό Δέντρο
adamantly
adamant
adam



























