Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stretchy
01
ελαστικός, εκτατός
capable of being stretched or extended without breaking
Παραδείγματα
She wore a stretchy dress that allowed her to move comfortably.
Φορούσε ένα ελαστικό φόρεμα που της επέτρεπε να κινείται άνετα.
The stretchy fabric of the leggings provided a perfect fit for her workout.
Το ελαστικό ύφασμα των λέγκινγκ προσέφερε μια τέλεια εφαρμογή για την προπόνησή της.
Λεξικό Δέντρο
stretchiness
stretchy
stretch



























