Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pleonasm
01
πλεονασμός, περιττολογία
(linguistics) the redundant use of words in a way that might be considered a fault of style, or to create an emphatic effect
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πλεονασμός, περιττολογία