Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Plethora
01
πληθώρα, αφθονία
a great or excessive number or amount of something
Παραδείγματα
The garden boasts a plethora of colorful flowers.
Ο κήπος διαθέτει μια πληθώρα από πολύχρωμα λουλούδια.
She received a plethora of compliments after her performance.
Λάμβανε μια πληθώρα κομπλιμέντο μετά την παράστασή της.



























