Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pleasant
01
ευχάριστος, ευτυχισμένος
bringing enjoyment and happiness
Παραδείγματα
Reading a good book on a rainy day is one of life 's pleasant experiences.
Η ανάγνωση ενός καλού βιβλίου σε μια βροχερή μέρα είναι μια από τις ευχάριστες εμπειρίες της ζωής.
The garden has a pleasant smell of roses and jasmine.
Ο κήπος έχει μια ευχάριστη μυρωδιά από τριαντάφυλλα και γιασεμί.
02
ευχάριστος, συμπαθητικός
(of a person) friendly or likeable
Παραδείγματα
It 's always a pleasure to work with her because she is such a pleasant person.
Είναι πάντα ευχαρίστηση να δουλεύεις μαζί της γιατί είναι τόσο ευχάριστη.
My new neighbor is quite pleasant; he always greets me with a smile.
Ο νέος μου γείτονας είναι αρκετά ευχάριστος; πάντα με χαιρετά με ένα χαμόγελο.
Λεξικό Δέντρο
pleasantly
pleasantness
unpleasant
pleasant
please



























