Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pleased
01
ευχαριστημένος, ικανοποιημένος
feeling happy and satisfied with something that has happened or with someone's actions
Παραδείγματα
He was pleased by the warm welcome he received.
Ήταν ευχαριστημένος από τη θερμή υποδοχή που έλαβε.
I am pleased to meet your family.
Είμαι ευτυχής που γνώρισα την οικογένειά σου.
Λεξικό Δέντρο
displeased
pleased
please



























