Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pleasurable
01
ευχάριστος, απολαυστικός
giving satisfaction and enjoyment
Παραδείγματα
Swimming in the warm ocean water was a pleasurable experience.
Το κολύμπι στο ζεστό νερό του ωκεανού ήταν μια ευχάριστη εμπειρία.
The aroma of freshly baked bread was pleasurable to the senses.
Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού ήταν ευχάριστη για τις αισθήσεις.
Λεξικό Δέντρο
pleasurably
pleasurable
pleasure
please



























