Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pleated
01
πλισέ, διπλωμένος
(of a fabric or garment) folded or gathered in a series of small, parallel folds
Παραδείγματα
Her pleated skirt swayed gracefully with each step, the folds adding an elegant touch to her attire.
Η πλισέ φούστα της κουνιόταν με χάρη με κάθε βήμα, οι πτυχές προσθέτοντας μια κομψή πινελιά στο ντύσιμό της.
The curtains had a pleated design, adding texture and volume to the room.
Οι κουρτίνες είχαν ένα πλισέ σχέδιο, προσθέτοντας υφή και όγκο στο δωμάτιο.
Λεξικό Δέντρο
pleated
pleat



























