Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
contented
01
ικανοποιημένος, ευτυχισμένος
experiencing a sense of happiness, peace, or satisfaction
Παραδείγματα
Sitting by the fireplace with a good book, she felt contented and peaceful.
Καθισμένη δίπλα στο τζάκι με ένα καλό βιβλίο, αισθανόταν ικανοποιημένη και ήρεμη.
The contented smile on his face indicated a deep satisfaction with his accomplishments.
Το ικανοποιημένο χαμόγελο στο πρόσωπό του υποδείκνυε μια βαθιά ικανοποίηση για τα επιτεύγματά του.
Λεξικό Δέντρο
contentedly
contentedness
discontented
contented
content



























