Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Contentment
01
ευχαρίστηση, ικανοποίηση
happiness and satisfaction, particularly with one's life
Παραδείγματα
She felt a deep sense of contentment after completing the project.
Ένιωσε μια βαθιά αίσθηση ικανοποίησης μετά την ολοκλήρωση του έργου.
His contentment grew as he settled into his new home.
Η ικανοποίησή του αυξήθηκε καθώς εγκαταστάθηκε στο νέο του σπίτι.
Λεξικό Δέντρο
discontentment
contentment
content



























