Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
contextual
01
συμφραστικός, σχετικός με το πλαίσιο
relating to or determined by or in context
Λεξικό Δέντρο
contextualize
contextually
contextual
context
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συμφραστικός, σχετικός με το πλαίσιο
Λεξικό Δέντρο