Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
contested
01
αμφισβητούμενος, αντιμαχόμενος
referring to disagreements or competitions over something, resulting in disputes or challenges
Παραδείγματα
The election results were contested by the losing candidate, leading to a recount of the votes.
Τα αποτελέσματα των εκλογών αμφισβητήθηκαν από τον ηττημένο υποψήφιο, οδηγώντας σε επανάληψη της καταμέτρησης των ψήφων.
The championship title was contested by the top two teams in the league, resulting in an intense and competitive match.
Ο τίτλος του πρωταθλήματος αμφισβητήθηκε από τις δύο κορυφαίες ομάδες του πρωταθλήματος, με αποτέλεσμα έναν έντονο και ανταγωνιστικό αγώνα.
Λεξικό Δέντρο
uncontested
contested
contest



























