Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Contestant
01
διαγωνιζόμενος, συμμετέχων
a person who takes part in a competition or contest
Παραδείγματα
Each contestant performed a song for the judges.
Κάθε διαγωνιζόμενος ερμήνευσε ένα τραγούδι για τους κριτές.
The contestant answered all the quiz questions correctly.
Ο διαγωνιζόμενος απάντησε σωστά σε όλες τις ερωτήσεις του κουίζ.
02
αντιμαχόμενος, διαφωνούν
a person who dissents from some established policy
03
διαγωνιζόμενος, συμμετέχων
someone who takes part in a competition or contest



























