Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Contentedness
01
ικανοποίηση, ευχαρίστηση
the state of being content, satisfied, and at ease with one's current situation or circumstances
Παραδείγματα
After years of hard work and self-reflection, he finally achieved a sense of contentedness with his life.
Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς και αυτοανάλυσης, κατέληξε τελικά σε ένα αίσθημα ικανοποίησης με τη ζωή του.
The elderly couple radiated a sense of contentedness, having built a lifetime of memories and shared experiences together.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι ακτινοβολούσε μια αίσθηση ικανοποίησης, έχοντας χτίσει μια ζωή αναμνήσεων και κοινών εμπειριών μαζί.
Λεξικό Δέντρο
discontentedness
contentedness
contented
content



























