Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fulfilled
01
ικανοποιημένος, γεμάτος
feeling happy and satisfied with one's life, job, etc.
Παραδείγματα
After years of hard work, she felt fulfilled in her career.
Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, αισθάνθηκε ικανοποιημένη με την καριέρα της.
Upon completing her bucket list, she felt fulfilled and ready for new adventures.
Αφού ολοκλήρωσε τη λίστα των επιθυμιών της, αισθάνθηκε ικανοποιημένη και έτοιμη για νέες περιπέτειες.
Οικογένεια λέξεων
fulfill
Verb
fulfilled
Adjective
unfulfilled
Adjective
unfulfilled
Adjective



























