Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fulfillment
01
εκπλήρωση, ικανοποίηση
a feeling of happiness when one's needs are satisfied
Παραδείγματα
She found great fulfillment in helping others through her volunteer work.
Βρήκε μεγάλη ικανοποίηση στο να βοηθάει τους άλλους μέσα από την εθελοντική της εργασία.
The completion of his novel brought him a deep sense of fulfillment.
Η ολοκλήρωση του μυθιστορήματός του του έφερε μια βαθιά αίσθηση εκπλήρωσης.
02
εκπλήρωση, πραγματοποίηση
the act of doing something that one had intended or promised to do
Λεξικό Δέντρο
unfulfillment
fulfillment
fulfill



























